- καταταράζω
- κατατάραξα, καταταράχτηκα, καταταραγμένος, ταράζω κάτι ή κάποιον υπερβολικά, προκαλώ μεγάλη ανησυχία: Καταταράχτηκε όταν άκουσε πως ο εχθρός διέσπασε τα σύνορα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.