καταταράζω

καταταράζω
κατατάραξα, καταταράχτηκα, καταταραγμένος, ταράζω κάτι ή κάποιον υπερβολικά, προκαλώ μεγάλη ανησυχία: Καταταράχτηκε όταν άκουσε πως ο εχθρός διέσπασε τα σύνορα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταταράζω — (Α καταταράσσω και καταταράττω) 1. ταράζω πάρα πολύ 2. (για πρόσ.) προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω, αναστατώνω …   Dictionary of Greek

  • ενθορυβώ — ἐνθορυβῶ, έω (Μ) θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῡτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» ένας ποντικός τόν ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • καταταράσσω — (Α καταταράσσω και καταταράττω) βλ. καταταράζω …   Dictionary of Greek

  • προκαταταράσσω — Α καταταράζω, καταθορυβώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταταράσσω «ταράζω πάρα πολύ, αναστατώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”